- παρακλίνω
- Α1. λυγίζω, στρέφω κάτι προς τα πλάγια, πλαγιάζω («ἦκα παρακλίνας κεφαλήν», Ομ. Οδ.)2. (αμτβ.) στρέφομαι προς τα πλάγια3. ανοίγω θύρα, πύλη κατά το ήμισυ, μισοανοίγω4. (σχετικά με λέξη) μεταβάλλω σε μικρό βαθμό, αλλάζω λίγο5. αποφεύγω κάτι6. βάζω κάποιον να κοιμηθεί κοντά σε άλλον7. απομακρύνομαι από κάποιο τόπο8. μτφ. διαστρέφω («παρακλίνω τὸν νόμον», Αριστοτ.)9. (μέσ. και παθ.) παρακλίνομαια) κατακλίνομαι κοντά σε κάποιον, ιδίως σε δείπνοβ) κείμαι, βρίσκομαι παραπλεύρως.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κλίνω «γέρνω, πλαγιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.